αεικίνητος

αεικίνητος
-η, -ο
1. αυτός που κινείται διαρκώς, ακούραστος, δραστήριος: Είναι άνθρωπος αεικίνητος.
2. το ουδ., το αεικίνητο ως ουσ., φανταστική μηχανή που αν μπει μια φορά σε κίνηση δε θα σταματήσει ποτέ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀεικίνητος — in perpetual motion masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεικίνητος — η, ο και ος, ο (Α ἀεικίνητος, ον) αυτός που βρίσκεται σε διαρκή, αέναη κίνηση νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) δραστήριος, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. το ουδ. ως ουσ. α) το αεικίνητο βλ. λ. β) άλυτο πρόβλημα, χίμαιρα, ουτοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + κινητὸς …   Dictionary of Greek

  • ἀεικινήτως — ἀεικίνητος in perpetual motion adverbial ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεικίνητον — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem acc sg ἀεικίνητος in perpetual motion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεικινήτοις — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεικινήτου — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεικινήτους — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεικινήτων — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεικινήτῳ — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεικίνητα — ἀεικίνητος in perpetual motion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”