ἀεικίνητος — in perpetual motion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεικίνητος — η, ο και ος, ο (Α ἀεικίνητος, ον) αυτός που βρίσκεται σε διαρκή, αέναη κίνηση νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) δραστήριος, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. το ουδ. ως ουσ. α) το αεικίνητο βλ. λ. β) άλυτο πρόβλημα, χίμαιρα, ουτοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + κινητὸς … Dictionary of Greek
ἀεικινήτως — ἀεικίνητος in perpetual motion adverbial ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεικίνητον — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem acc sg ἀεικίνητος in perpetual motion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεικινήτοις — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεικινήτου — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεικινήτους — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεικινήτων — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεικινήτῳ — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεικίνητα — ἀεικίνητος in perpetual motion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)